πυρσοφορόγλωσσοι

πυρσοφορόγλωσσοι
oἱ, Μ
προσωνυμία τών αποστόλων κατά την ημέρα τής Πεντηκοστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσοφόρος + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κακό-γλωσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”